όσος, -η, -ο, αναφορ. αντων. [<αρχ. ὅσος], όσος. 1. λέγεται για κάτι ή για κάποιον με ποσότητα, μέγεθος, βάρος, αριθμό ίσο με κάτι ή κάποιον άλλον: «είναι όσος κι ο αδερφός του στο ύψος || ζυγίζει όσο και ο τάδε || τ’ αυτοκίνητό μου είναι ακριβό όσο και το δικό σου». 2. ανεξάρτητα από την ποσότητά του, το μέγεθός του, το βάρος του, τον αριθμό του: «όσο βάρος κι αν έχει, μπορώ να το σηκώσω || όσο και να κοστίζει, θα τ’ αγοράσω». 3. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα όσα, αυτά που: «τα όσα πέρασα στα ξένα να μην τα περάσει ούτε ο εχθρός μου». 4. επίρρ. όσο, εισάγει δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις: «φώναζε όσο θέλεις, γιατί κανένας δε θα σ’ ακούσει για να ’ρθει να σε βοηθήσει». (Ακολουθούν 76 φρ.)·
- άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, βλ. λ. θέλω·
- ακούω όσα σέρνει το κάρο, βλ. λ. κάρο·
- αξίζει όσο ένα βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- απέχουν όσο ο ουρανός απ’ τη γη, βλ. λ. ουρανός·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- διαφέρει όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρει όσο η μέρα με τη νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- έφαγε όσες τρώει το νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- έφαγε όσες τρώει το χταπόδι, βλ. λ. χταπόδι·
- μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, μοναχός·
- μύρια όσα, βλ. λ. μύριοι·
- μύριοι όσοι, βλ. λ. μύριοι·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, βλ. λ. Θεός·
- ξέρανε το χορτάρι σου, όσο που καίει ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- όσα βλέπει η πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- όσα βρέχει ο ουρανός, η γη καταπίνει, βλ. λ. γη·
- όσα δίνεις, τόσα παίρνεις, σύμφωνα με τα χρήματα που δίνεις, παίρνεις και σε ανάλογη αξία ή ποιότητα κάτι. Συνήθως η έκφραση από πωλητή που διαλαλεί το εμπόρευμά του·
- όσα έρθουν κι όσα πάνε, έκφραση που φανερώνει αμέριμνη στάση απέναντι στα προβλήματα της ζωής ή έλλειψη της δέουσας προσοχής ή σκέψης, πλήρη αδιαφορία, απερισκεψία. (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- όσα έχω και δεν έχω, όλη η περιουσία μου, τα πάντα που έχω στην κατοχή μου, στην ιδιοκτησία μου: «γιατρέ, σου δίνω όσα έχω και δεν έχω για να κάνεις καλά τη γυναίκα μου»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- όσα σέρνει η σκούπα, βλ. λ. σκούπα·
- όσα σέρνει η τρίχα του μουνιού, αμάξι δεν τα σέρνει, βλ. λ. τρίχα·
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- όσες φορές, βλ. λ. φορά·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- όσο αντέχει η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- όσο αντέχει η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο βαστά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- όσο βαστά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή, βλ. λ. γριά·
- όσο για..., σε σχέση με…, αναφορικά με...: «όσο για το θέμα που κουβεντιάζετε, νομίζω πως ο τάδε είναι ο μόνος που μπορεί να σας εξυπηρετήσει || εσείς δεν ξέρω τι θα κάνετε, όσο για μένα σας πληροφορώ πως θα τον βοηθήσω»·
- όσο δεν παίρνει άλλο, στο έπακρον: «μ’ έχεις εκνευρίσει όσο δεν παίρνει άλλο»·
- όσο είναι…, όση ώρα είναι…, όσο χρονικό διάστημα είναι…, όσο διαρκεί…: «δεν έρχομαι όσο είναι ο τάδε στο σπίτι σου || όσο είναι αυτό το έργο στην τηλεόραση μη με διακόψει κανένας»·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, βλ. λ. μάτι·
- όσο θα χτυπά η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, βλ. λ. Θεός·
- όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. πηδώ·
- όσο κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, βλ. λ. κερατάς·
- όσο και να ή όσο και αν ή όσο κι αν, μολονότι, αν και, παρόλο που: «όσο κι αν τον μισούσε, μόλις χρειάστηκε τη βοήθειά του, τον βοήθησε χωρίς δεύτερη σκέψη || όσο και να προσπάθησα δεν μπόρεσα να τον μεταπείσω»·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- όσο να ’ναι, λέγεται για κάτι που ισχύει αναγκαστικά, οπωσδήποτε: «μπορεί να είστε μαλωμένοι, αλλά απ’ τη στιγμή που τράκαρε και τον πήγαν στο νοσοκομείο, πρέπει να πας να τον δεις· όσο να ’ναι αδερφός σου είναι || δε λέω πως έχει άδικο, αλλά όσο να ’ναι φταίει κι αυτός λιγάκι»·
- όσο να ’ναι! έκφραση με την οποία αποδεχόμαστε τον έπαινο που μας απηύθυνε ο συνομιλητής μας: «μπράβο σου που ήρθες πρώτος, γιατί το άξιζες. -Όσο να ’ναι!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε(!)·
- όσο να πεις, βλ. φρ. όσο να ’ναι·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- όσο όσο, βλ. φρ. τ’ αγοράζει όσο όσο·
- όσο πάει, βλ. φρ. όσο παίρνει·
- όσο πάει και…, έχει σταθερή εξελικτική πορεία κάποιος ή κάτι προς το καλό ή προς το κακό: «όσο πάει και γίνεται καλύτερα ο άρρωστος || όσο πάει και χειροτερεύουν τα πράγματα»·
- όσο παίρνει, μέχρι το ανώτατο, μέχρι το υπέρτατο σημείο, όσο είναι δυνατόν, στο έπακρο: «γέμισε το ντεπόζιτο όσο παίρνει»·
- όσο πατά η γάτα, βλ. λ. γάτα·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- όσο πηγαίνει, βλ. συνηθέστ. όσο παίρνει·
- όσο πηγαίνει και…, βλ. φρ. όσο πάει και(…)·
- όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, βλ. λ. πεθερά·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- όσο τον βλέπεις, τον βλέπω ή όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ, βλ. λ. βλέπω·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, βλ. λ. μήνας·
- όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε, βλ. λ. μεθώ·
- όσοι πιστοί προσέλθετε, βλ. λ. πιστός·
- όσον αφορά, σε σχέση με, ως προς: «όσον αφορά τη στάση που κράτησα στη διένεξή τους, θέλω να ξέρεις πως ήταν ουδέτερη»·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, βλ. λ. σπίτι·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, βλ. λ. πόρτα·
- τ’ αγοράζει όσο όσο, το αγοράζει σε οποιαδήποτε τιμή του ζητήσει ο πωλητής, όσο ακριβό και αν είναι: «όταν του αρέσει κάτι πάρα πολύ, τ’ αγοράζει όσο όσο»· βλ. και φρ. το πουλάει όσο όσο·
- το δίνει όσο όσο, το πουλάει σε πολύ χαμηλή, σε εξευτελιστική τιμή: «αυτό το σπίτι που βλέπεις το δίνει όσο όσο, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη από μετρητά». (Λαϊκό τραγούδι: πουλιέται και το δίνω όσο όσο φτάνει, Θεέ μου, από κείνη να γλιτώσω
- το ζυμάρι όσο ζυμώνεις τόσο φουσκώνει, βλ. λ. ζυμάρι·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το πουλάει όσο όσο, βλ. φρ. το δίνει όσο όσο· βλ. και φρ. τ’ αγοράζει όσο όσο·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα, βλ. λ. σκούπα·
- του ’συρε όσα σέρνει το κάρο, βλ. λ. κάρο.